- εὐδιάναξ
- εὐδῐάναξ [ᾰν], ακτος, ὁ,A ruler of the calm, Luc.VH1.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάναξ — εὐδιάναξ, κτος, ὁ (Α) ο βασιλιάς, ο ρυθμιστής τής ευδίας, τής γαλήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + άναξ «βασιλιάς»] … Dictionary of Greek